καρδιολογία

καρδιολογία
Κλάδος της ιατρικής που μελετά τις φυσιολογικές και παθολογικές εκδηλώσεις της καρδιάς. Η κ. έλαβε μεγάλη ώθηση με την ανακάλυψη της μεθόδου του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, που επέτρεψε τον ακριβή καθορισμό καρδιακών αλλοιώσεων, οι οποίες δεν ήταν αντιληπτές με τις κλασικές μεθόδους της ψηλάφησης και της ακρόασης με το στηθοσκόπιο. Η κ. χρησιμοποιεί και ακτινολογικές μεθόδους για τον προσδιορισμό του ακριβούς σχήματος της καρδιάς, αλλά και πλήθος βιοχημικών και άλλων μεθόδων για τη διάγνωση των καρδιακών παθήσεων. Βλ. λ. καρδιά (Διαγνωστικές μέθοδοι).
* * *
η
ιατρ.
1. κλάδος τής ιατρικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με την ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία τής καρδιάς
2. πραγματεία, σύγγραμμα περί τής καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)-* + -λογία (< λόγος < λόγος < λέγω), πρβλ. βιο-λογία, γλωσσο-λογία. Ως ιατρικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cardiology < cardio- (πρβλ. καρδι[ο]-*) + -logy (πρβλ. -λογία < -λογος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις (καρδιολογία ερωτική)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρδιολογία — η κλάδος της ιατρικής: Ειδικεύεται στην καρδιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιολογικός — ή, ό ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιολογία ή στον καρδιολόγο («καρδιολογική μελέτη»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiologic < cardiology (πρβλ. καρδιολογία) + ic (πρβλ. ικός)] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

  • καρδιολόγος — ο ιατρ. 1. αυτός που εξετάζει ή μελετά την ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία τής καρδιάς 2. γιατρός ειδικός στην καρδιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiologue < cardio (πρβλ. καρδι[ο] *) + logue (πρβλ. λόγος < λόγος… …   Dictionary of Greek

  • ατροπίνη — Είναι το κύριο αλκαλοειδές που περιέχεται στην μπελαντόνα (atropa belladonna), φυτό ποώδες, αειθαλές, αυτοφυές στην κεντρική και νότια Ευρώπη. Η χαρακτηριστική φαρμακολογική ιδιότητα αυτής της ουσίας είναι ότι παρεμποδίζει την περιφερειακή… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροβιογένεση — Η παραγωγή ηλεκτρισμού από ζωντανούς οργανισμούς. Το φαινόμενο αυτό ήταν ήδη γνωστό (ηλεκτροφόρα ψάρια), αλλά καθορίστηκε και ποσοτικά με τις έρευνες του Ντι Μπουά Ρεϊμόν, του Ντ’ Αρσονβάλ και του Μαρέ. Ο Ντ’ Αρσονβάλ μάλιστα υπολόγισε την τάση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”